ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ,Αθηναϊκό τετράδραχμο , 450 π.Χ

ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ,Αθηναϊκό τετράδραχμο , 450 π.Χ
Η στάθμη της θάλασσας δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μένει περισσότερο αμετάβλητη από ότι η ισορροπία της αξίας στην κοινωνία, εξαιτίας της προσφοράς και της ζήτησης : τα τεχνάσματα ή οι νομοθετικές ρυθμίσεις τιμωρούνται με αντιδράσεις, κορεσμό της αγοράς και χρεοκοπίες. R.W.Emerson (1860)

Ένα υπέροχο παράδειγμα, για το πως αντιλαμβάνεται το οικονομικό πρόβλημα του πληθωρισμού και της υποτίμησης του νομίσματος,  ένας απλός άνθρωπος στην Κόρωνο της Νάξου, τη δεκαετία του 1960, διατυπωμένο γλαφυρά με την  τοπική διαλεκτό.

‘’Αγαπητέ μου Μιχάλη
Κι από πού ναρχέψω κι  που να τελειώσω ούτε εώ δε νηξέρω . Ετσά μούρχεται , να μη σου γράψω μα έλα πάλι πούναι σήμερα σκόλη και δε νέχω ίντα να κάνω . Με τσι χιονιές εούτες μήτε στη μπλάτσα δε μπορείς να σταθείς . Σ’ ένα γκαφενέ νάμπεις ώσπου να νεωβοκατέβει το μάτι σου σου φεύγει το δίφραγκο . Ένα δίφραγκο ατή μια ένα φράγκο α την άλλη σου φεύγει το δεκάρικο πούναι ο λόγος το λέει μια τσικαλιά μαέρεμα να φάνε τα κοπελουδοκόπεα να ζεστοκοπηθούνε τ’ αρίζικα . Είναι τα καμένα γδυτά και ξυπόλητα που τα καίεται η καρδιά μου . Ολημερήσιο τσι μέρας είναι στη μπαραστιά και σκαλίζουνε τα κουτσούρια . Εεμίσανε οι γάμπες τονε τσιμαρίδες πούναι σιχαμός θεϊκός να τα θωρεί καένας . Εβγάλανε και μέλες και δε τονέ κολλά ύπνος .

Εφέτι καμένε Μιχάλη κοντέβγαμενε να τα κακαρώσωμενε με τσι χιονιές . Προχτές δε νήχαμενε και ξύα και σηκώνομαι παίρνω το κατσοάδουρο και χυταρώνω κατ’ από κει τσι βραχιές μα δε βαριέσαι ούτε ξύα δε βρίσκεις . Ως τσι γαδουρόμαντρες ήσκιαξα για νάβρω ένα φορτωματάκι . Ώσπου να ρθω στο χωριό κόντεβγα να τα τινάξω .

Πιάνει ένα καταχάρι και βρέχουμουνε α το μπροβάλημα τς΄ Ατσιπάπης ως το χωριό . Ήρθα και στάζανε μα το Θεό και τα δόδια μου , κήβρικα τσι στο σπίτι καρικιασμένοι . Ε καμένη Αθήνα ούτε κρύο κάνει ούτε τίοτις . Έχετε σεις τα καλοριφέρια σας και βρέχει χιονίζει χαμπάρι δε μπαίρνετε .

Δε νήφτανέ μου δα το χάλι μου κι η καταστολή μου μόνου την ώρα που ξάλαζα ακούω ντούκου ντούκου τη μπόρτα .Λέω μπρός . Και μπαίνει ο έξυπνος ο ΕΡΕτζής ο Πέτρος . Λέει καλησπέρα Έργη , λέω καλησπέρα Πέτρο . Ίντα φερμός λέω μαθές τέθεια ώρα , ίντα τρέχει . Κι αρχινεύει μαθές κήκανε μου γκατήχηση να ψηφίσω λέει την ΕΡΕ γιατί λέει άμα θενάρθει το Κέντρο θα ξεφτιλιστεί η δραχμή . Ίλεε μου , ίλεε μου πως επήενε λέει ο Παπαντρέος με τσι κουκουέδες και θα μας σε σφάξουνε και πως λέει θα χάσωμενε την νησυχία μας .

Ήκουά τονε και στρίφόντα ντα μέσα μου . Ήμουνε βρεμένος , κρύωνα , νηστικός , άφραγκος – ακόμα δα να μας σε πληρώσουνε κι ευτό το καζάντι του σμυριγλιού που να νοι διαόλοι με στο δεξό ντονε μάτι που δε μας τα στέρνουνε . Θυμώνω που λες κι εώ και τοναρχινώ , λέω δε μπας βρε στ΄αναθεμένου τη μάνα μη μπάρω καένα κοντόραβδο και σου μετρήσω τα παϊδια σου? Ίντα με γνοιάζει εμένε α ξεφτυλιστεί η δραχμή? Ούτε φράγκο χω ούτε δίφραγκο . Ας τα κλαίνε που τάχουνε . Ο Θεός να δώκει και να ξεφτυλιστεί που χρωστώ καένα δύο χιλιάδες στη ντράπεζα να ξεχρεωθώ . Ίκαμα σου τονε που βρώμιενε .

Μα ταναθεμένου ο γυιός άκουε συ να μου λέει να μη μπάει και χαθεί η δραχμή . Εώ έχω χάσει το χρώμα τση πεντάρας κι ευτός μου μήλιενε πως ανέβηκενε η λίρα . Ακούς εκεί αναίδεια , ακούς να μου λέει για λίρες . Και που έχω γω δει λίρες? Ίντα με γνοιάζει μένα α νανέβγει ή α γκατέβει .

Εα καμένε Μιχάλη μα θαρρώ πως είναι τα τελευταία ντονε , έχουνε φέτι να τόνε καστανίσουνε μαύρο που θα χάσουνε και τ’ αυγά και τα καλάθια . Βρε μ’ αλήθεια μη ξεχάσεις να μου στείλεις εκείνο το παληοκάαθο που σούχα στείλει πρώμια με σταφυλόσυκα , γιατί με σουβλίζει κάθε μέρα η κερά μου .

Θα σούγραφα κι άα μανέπηρενε η βροχή μια ιχιά και θα πάω μέσα από κει στη μπλάτσα νακούσω καμμιά ψευτιά .
Χαιρετίσματα από όλοι τσι δικοί .
Σε φιλώ ΕΡΓΗΣ .’’

Από την εφημερίδα Ναξιακά Χρονικά του Νικηφόρου Μανδηλαρά , όπου ο ίδιος έγραφε την σχετική στήλη με τίτλο ‘’Ετσά κι αλλιώς κι αλλιώτικα΄΄ στην τοπική διάλεκτο της Κορώνου δημιουργώντας έναν ήρωα τον Έργη (δηλαδή τον πατέρα του Νικηφόρου τον Γιώργο Μανδηλαρά) να περιγράφει αληθινά αλλά και με καυστικό τρόπο την ζωή του και την καθημερινότητα του .